Βερνάρδος του Κλερβό — (Bernard de Clairvaux, Φοντέν, Ντιζόν 1091 – Κλερβό 1153). Φιλόσοφος, θεολόγος και άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε, μαζί με τον Ούγο και τον Ριχάρδο του Αγίου Βίκτορα, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του μυστικισμού της εποχής του. Μοναχός σε … Dictionary of Greek
Βερνάρδος του Μαντόν (άγιος) — (Bernard de Menthon, 11ος αι.). Ιταλός κληρικός, άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Ο Β. ήταν ο ιδρυτής των μονών του Αγίου Βερνάρδου στις Άλπεις και πέρασε όλη τη ζωή του κοντά στους χωρικούς της Αόστα στις ιταλικές Άλπεις, όπου μαζί με τους υπόλοιπους… … Dictionary of Greek
Μπεναρδίνος — Μπεναρδίνος, ὁ (Μ) Ρωμαιοκαθολικός μοναχός τού θρησκευτικού τάγματος το οποίο ίδρυσε ο άγιος Βενέδικτος και αναμόρφωσε ο άγιος Βερνάρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Bernardin] … Dictionary of Greek
Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… … Dictionary of Greek
Σαρτρ — (Chartres). Πόλη (37 119 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ερ ε Λουάρ (5880 τ. χλμ., 395 500 κάτ.)· βρίσκεται πάνω στην αριστερή όχθη του Ερ, 75 χλμ. ΝΔ του Παρισιού. Πιθανώς θρησκευτικό κέντρο των δρυϊδών, το αρχαίο Autricum… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Στεφανόπολις — Επώνυμο γνωστής στους χρόνους της τουρκοκρατίας οικογένειας της Μάνης, της οποίας πολλά μέλη, το 1675 1676, εγκαταστάθηκαν στην Κορσική. Αναφέρεται και ως Στεφανόπουλος. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πήραν το επώνυμο Στεφανόπουλος από το… … Dictionary of Greek